Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiaraménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [kjaraˈmente]

1 ειλικρινά
2 απλά
3 ευκρινώς
4 σαφώς
5 προφανώς
6 ανοικτά
7 καθαρά
8 καταφανώς
9 άδολα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiara chiaretto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiappanuvole (ουσ αρσ και θηλ.)
chiappare (ρ. μτβ.)
chiapparello (ουσ αρσ )
chiapperello (ουσ αρσ )
chiara (θηλ.ουσ)
chiaramente (επίρ.)
chiaretto (ουσ αρσ )
chiarezza (θηλ.ουσ)
chiarificante (επίθ.)
chiarificare (ρ. μτβ.)
chiarificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
chiarificazione (θηλ.ουσ)
chiarimento (ουσ αρσ )
chiarire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
chiarissimo (επίθ.)
chiarito (επίθ.)
chiaritoio (ουσ αρσ )
chiaro (ουσ αρσ )
chiaro (επίθ.)
chiaro (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---