Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiàra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjara]

λευκό (αβγού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiapperello chiaramente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiappa (θηλ.ουσ)
chiappanuvole (ουσ αρσ και θηλ.)
chiappare (ρ. μτβ.)
chiapparello (ουσ αρσ )
chiapperello (ουσ αρσ )
chiara (θηλ.ουσ)
chiaramente (επίρ.)
chiaretto (ουσ αρσ )
chiarezza (θηλ.ουσ)
chiarificante (επίθ.)
chiarificare (ρ. μτβ.)
chiarificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
chiarificazione (θηλ.ουσ)
chiarimento (ουσ αρσ )
chiarire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
chiarissimo (επίθ.)
chiarito (επίθ.)
chiaritoio (ουσ αρσ )
chiaro (ουσ αρσ )
chiaro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---