ItalianoGreco


chiàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjaro]

1 καθαρότητα
2 ξαστεριά
3 ανοιχτό χρώμα
4 αιθρία
5 φωτεινότητα

chiàro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjaro]

1 (manifesto) φανερός (-ή, -ό)
2 (evidente) προφανής (-ής, -ές)
3 (di colore) ανοικτόχρωμος

chiàro  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjaro]

1 ξεκάθαρα
2 σαφώς
3 ειλικρινά
4 ίσια
5 ανοιχτά


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


birra [θηλ.] chiara = η ξανθή || chiaro e tondo = καθαρά και ξάστερα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z