Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cìcero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧiʧero]

μονάδα τυπογραφίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cicerchia cicerone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciccioso (επίθ.)
cicciotto (αρσ. επίθ και ουσ)
cicciuto (επίθ.)
cicerbita (θηλ.ουσ)
cicerchia (θηλ.ουσ)
cicero (ουσ αρσ )
cicerone (ουσ αρσ )
cicisbeo (ουσ αρσ )
ciclabile (επίθ.)
Cicladi (θηλ. ουσ πληθ.)
ciclamino (ουσ αρσ )
ciclicità (θηλ.ουσ)
ciclico (επίθ.)
ciclismo (ουσ αρσ )
ciclista (ουσ αρσ και θηλ.)
ciclistico (επίθ.)
ciclizzare (ρ. μτβ.)
ciclizzazione (θηλ.ουσ)
ciclo (ουσ αρσ )
ciclocampestre (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---