Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόciceróne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧiʧeˈrone] 1 οδηγός 2 ξεναγός 3 τσιτσερόνε 4 φωτογράφος που δεν σέβεται το ινκόγκνιτο προσωπικοτήτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |