Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcicisbèo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧiʧizˈbɛo] 1 δανδής 2 εραστής γυναικών 3 εραστής 4 δον Ζουάν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |