Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcilindratrìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧilindraˈtriʧe] 1 μηχανή κυλινδρικής πίεσης 2 κυλινδρική πρέσα 3 κύλινδρος πιεστηρίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |