Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cilindratóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧilindraˈtojo]

μηχανή κυλινδρικής πίεσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cilindrata cilindratrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciliegia (θηλ.ουσ)
ciliegio (ουσ αρσ )
cilindrare (ρ. μτβ.)
cilindrasse (ουσ αρσ )
cilindrata (θηλ.ουσ)
cilindratoio (ουσ αρσ )
cilindratrice (θηλ.ουσ)
cilindratura (θηλ.ουσ)
cilindrico (επίθ.)
cilindro (ουσ αρσ )
cilindroide (ουσ αρσ )
cima (θηλ.ουσ)
cimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cimasa (θηλ.ουσ)
cimata (θηλ.ουσ)
cimatore (ουσ αρσ )
cimatrice (θηλ.ουσ)
cimatura (θηλ.ουσ)
cimbalo (ουσ αρσ )
cimelio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---