Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόciòcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɔkko] 1 κορμός χωρίς κλαδιά 2 κούτσουρο 3 ριζιμιό 4 βλάκας 5 πρέμνο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |