Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clientelìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [klienteˈlizmo]

1 πατρωνία
2 ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων
3 φαβοριτισμός
4 ευνοιοκρατία
5 μεροληψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  clientela clima  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

clic (ονοματ.)
cliccare (ρ.αμτβ.)
cliché (ουσ αρσ )
cliente (ουσ αρσ και θηλ.)
clientela (θηλ.ουσ)
clientelismo (ουσ αρσ )
clima (ουσ αρσ )
climaterico (επίθ.)
climaterio (ουσ αρσ )
climatico (επίθ.)
climatizzare (ρ. μτβ.)
climatizzatore (ουσ αρσ )
climatizzazione (θηλ.ουσ)
climatologia (θηλ.ουσ)
climatologico (επίθ.)
climatologo (ουσ αρσ )
climax (ουσ αρσ και θηλ.)
clinica (θηλ.ουσ)
clinico (ουσ αρσ )
clinico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---