Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόclimaterio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [klimaˈtɛrjo] 1 κρίσιμη περίοδος 2 κλιμακτήριος 3 εμμηνόπαυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |