Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


climaterio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [klimaˈtɛrjo]

1 κρίσιμη περίοδος
2 κλιμακτήριος
3 εμμηνόπαυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  climaterico climatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cliente (ουσ αρσ και θηλ.)
clientela (θηλ.ουσ)
clientelismo (ουσ αρσ )
clima (ουσ αρσ )
climaterico (επίθ.)
climaterio (ουσ αρσ )
climatico (επίθ.)
climatizzare (ρ. μτβ.)
climatizzatore (ουσ αρσ )
climatizzazione (θηλ.ουσ)
climatologia (θηλ.ουσ)
climatologico (επίθ.)
climatologo (ουσ αρσ )
climax (ουσ αρσ και θηλ.)
clinica (θηλ.ουσ)
clinico (ουσ αρσ )
clinico (επίθ.)
clinker (ουσ αρσ )
clinometro (ουσ αρσ )
clip (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---