Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clìnica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈklinika]

η κλινική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  climax clinico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

climatizzazione (θηλ.ουσ)
climatologia (θηλ.ουσ)
climatologico (επίθ.)
climatologo (ουσ αρσ )
climax (ουσ αρσ και θηλ.)
clinica (θηλ.ουσ)
clinico (ουσ αρσ )
clinico (επίθ.)
clinker (ουσ αρσ )
clinometro (ουσ αρσ )
clip (θηλ.ουσ)
clipper (ουσ αρσ )
clisma (ουσ αρσ )
clistere (ουσ αρσ )
clitoride (ουσ αρσ και θηλ.)
clivaggio (ουσ αρσ )
clivo (ουσ αρσ )
cloaca (θηλ.ουσ)
cloche (θηλ.ουσ)
clonale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---