Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόclìnico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkliniko] 1 καθηγητής διευθυντής πανεπιστημιακής κλινικής 2 νοσοκομειακός γιατρός clìnico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈkliniko] κλινικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |