Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcocainòmane
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kokaiˈnɔmane] κοκαϊνομανής (-ής, -ές) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |