Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcocciutàggine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kotʧuˈtadʤine] 1 πεισμονή 2 ξεροκεφαλιά 3 πεισμάτωμα 4 πεισματοσύνη 5 ισχυρογνωμοσύνη 6 αδιαλλαξία 7 πείσμα 8 επιμονή 9 γινάτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |