ItalianoGreco


còcca, cócca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔkka], [ˈkokka]

1 άκρη
2 γλύκα (προσφώνηση σε αγαπητή γυναίκα)
3 δόντι (πχ πριονιού)
4 γωνία
5 άκρο στήριξης χορδής τόξου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---