Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còcchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔkkjo]

1 άρμα (ιππήλατο)
2 άμαξα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cocchiere cocchiume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cocainomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cocainomania (θηλ.ουσ)
cocca (θηλ.ουσ)
coccarda (θηλ.ουσ)
cocchiere (ουσ αρσ )
cocchio (ουσ αρσ )
cocchiume (ουσ αρσ )
coccige (ουσ αρσ )
coccigeo (επίθ.)
coccinella (θηλ.ουσ)
coccinello (ουσ αρσ )
cocciniglia (θηλ.ουσ)
coccio (ουσ αρσ )
cocciutaggine (θηλ.ουσ)
cocciuto (αρσ. επίθ και ουσ)
cocco (ουσ αρσ )
coccodè (ονοματ.)
coccodrillo (ουσ αρσ )
coccola (θηλ.ουσ)
coccolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---