Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔkko]

1 (di mamma) το χαϊδεμένο παιδί
2 (albero) ο κοκκοφοίνικας, ο καρυοφόρος
3 (frutto) το κοκκόκαρυο, το ινδικό κλαρυο, η καρύδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cocciuto coccodè  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


noce [θηλ.] di cocco = το ινδοκάρυδο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coccinello (ουσ αρσ )
cocciniglia (θηλ.ουσ)
coccio (ουσ αρσ )
cocciutaggine (θηλ.ουσ)
cocciuto (αρσ. επίθ και ουσ)
cocco (ουσ αρσ )
coccodè (ονοματ.)
coccodrillo (ουσ αρσ )
coccola (θηλ.ουσ)
coccolare (ρ. μτβ.)
coccolarsi (ρ.μ. (αντων.))
coccolo (ουσ αρσ )
coccoloni (επίρ.)
cocente (επίθ.)
cocker (ουσ αρσ )
cocktail (ουσ αρσ )
coclea (θηλ.ουσ)
cocleare (επίθ.)
coclearia (θηλ.ουσ)
cocolla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---