ItalianoGreco


comunicàndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komuniˈkando]

1 μετέχων
2 πληροφοριοδότης
3 κοινωνός
4 δυνάμενος να κοινωνήσει
5 συχνά κοινωνών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---