Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concentraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konʧentraˈmento]

συγκέντρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concento concentrare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


campo [αρσ.] di concentramento = το στρατόπεδο συγκεντρώσης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concedibile (επίθ.)
concelebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concelebrare (ρ. μτβ.)
concelebrazione (θηλ.ουσ)
concento (ουσ αρσ )
concentramento (ουσ αρσ )
concentrare (ρ. μτβ.)
concentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
concentrato (ουσ αρσ )
concentrato (επίθ.)
concentratore (ουσ αρσ )
concentrazione (θηλ.ουσ)
concentricità (θηλ.ουσ)
concentrico (αρσ. επίθ και ουσ)
concepibile (επίθ.)
concepibilità (θηλ.ουσ)
concepimento (ουσ αρσ )
concepire (ρ. μτβ.)
conceria (θηλ.ουσ)
concernente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---