Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concepiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konʧepiˈmento]

1 σύνθετο προὶόν σκέψης
2 ξεκίνημα νέας σκέψης
3 κατανόηση
4 σύνολο αρχών και ιδεών προσώπου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concepibilità concepire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concentrazione (θηλ.ουσ)
concentricità (θηλ.ουσ)
concentrico (αρσ. επίθ και ουσ)
concepibile (επίθ.)
concepibilità (θηλ.ουσ)
concepimento (ουσ αρσ )
concepire (ρ. μτβ.)
conceria (θηλ.ουσ)
concernente (επίθ.)
concernere (ρ. μτβ.)
concertante (επίθ.)
concertare (ρ. μτβ.)
concertarsi (ρ.μ. (αντων.))
concertato (ουσ αρσ )
concertato (επίθ.)
concertazione (θηλ.ουσ)
concertino (ουσ αρσ )
concertista (ουσ αρσ και θηλ.)
concertistico (επίθ.)
concerto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---