Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcentràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konʧenˈtrato] 1 σωρός 2 συμπυκνωμένο τρόφιμο concentràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [konʧenˈtrato] 1 συμπυκνωμένος 2 συγκεντρωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |