Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcentratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konʧentraˈtore] 1 σύστημα συγκέντρωσης 2 πηκτική ουσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |