Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcettosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konʧettosiˈta] 1 περιεκτικότητα 2 υπερβολική χρήση των αρχών ή των αξιωμάτων 3 ουσία 4 περιεχόμενο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |