Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈʧɛsso]

προνόμιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concessivo concessore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concerto (ουσ αρσ )
concessionario (αρσ. επίθ και ουσ)
concessione (θηλ.ουσ)
concessiva (θηλ.ουσ)
concessivo (επίθ.)
concesso (ουσ αρσ )
concessore (ουσ αρσ )
concettismo (ουσ αρσ )
concetto (αρσ. επίθ και ουσ)
concettosità (θηλ.ουσ)
concettoso (επίθ.)
concettuale (επίθ.)
concettualismo (ουσ αρσ )
concettualista (ουσ αρσ και θηλ.)
concezionale (επίθ.)
concezione (θηλ.ουσ)
conchifero (αρσ. επίθ και ουσ)
conchiglia (θηλ.ουσ)
conchilifero (επίθ.)
conchiliforme (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---