Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concessìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konʧesˈsivo]

1 παραχωρητικός
2 ανεκτικός
3 προνομιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concessiva concesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concertistico (επίθ.)
concerto (ουσ αρσ )
concessionario (αρσ. επίθ και ουσ)
concessione (θηλ.ουσ)
concessiva (θηλ.ουσ)
concessivo (επίθ.)
concesso (ουσ αρσ )
concessore (ουσ αρσ )
concettismo (ουσ αρσ )
concetto (αρσ. επίθ και ουσ)
concettosità (θηλ.ουσ)
concettoso (επίθ.)
concettuale (επίθ.)
concettualismo (ουσ αρσ )
concettualista (ουσ αρσ και θηλ.)
concezionale (επίθ.)
concezione (θηλ.ουσ)
conchifero (αρσ. επίθ και ουσ)
conchiglia (θηλ.ουσ)
conchilifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---