ItalianoGreco


creàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kreˈato]

1 δημιούργημα
2 δημιουργία
3 πλάση

creàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kreˈato]

1 φτιαγμένος
2 δημιουργημένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---