ItalianoGreco


creatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kreaˈtore]

1 πλάστης
2 κτίστης
3 δημιουργός

creatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kreaˈtore]

Δημιουργικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---