ItalianoGreco


creazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kreatˈtsjone]

1 διορισμός
2 παραγωγή
3 ίδρυση
4 δημιούργημα
5 σύσταση
6 γένεση
7 δημιουργία
8 γενεσιουργία
9 πλάση
10 σχηματισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---