cumulatìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kumulaˈtivo]
1 συνδυαζόμενος
2 σωρευτικός
3 συσσωρευτικός
4 αθροιστικός
5 αποταμιευτικός
6 αθροιστικός
7 επισωρευτικός
8 ολικός
9 γενικός
10 συνολικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kumulaˈtivo]
1 συνδυαζόμενος
2 σωρευτικός
3 συσσωρευτικός
4 αθροιστικός
5 αποταμιευτικός
6 αθροιστικός
7 επισωρευτικός
8 ολικός
9 γενικός
10 συνολικός
permalink
cumulativo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android