ItalianoGreco


cùneo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkuneo]

1 τάκος
2 σφήνα
3 γόμφος
4 γωνιακή πέτρα
5 σφηνοειδής σχηματισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---