ItalianoGreco


cùmulo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkumulo]

1 πλειοψηφία
2 πολλαπλότητα
3 σωρός
4 νέφος (κούμουλους)
5 πλουραλισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---