ItalianoGreco


dissìdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈsidjo]

1 διχόνοια
2 διαφωνία
3 διχοστασία
4 διχογνωμία
5 διένεξη
6 αντιμαχία
7 αντέγκληση
8 διαμάχη
9 έριδα
10 ανακολουθία
11 διχογνωμοσύνη
12 δυσαρμονία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---