ItalianoGreco


fanalìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fanaˈlista]

1 φαροφύλακας
2 εργάτης που ανάβει τα φώτα του δήμου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---