ItalianoGreco


fanatìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fanaˈtizmo]

1 άγριος ενθουσιασμός
2 μανία
3 τρέλα
4 παραφορά
5 υπερβολική αφοσίωση
6 φανατισμός
7 αδιαλλαξία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---