ItalianoGreco


finitézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [finiˈtettsa]

1 πεπερασμένη κατάσταση
2 κατάσταση χωρίς πρωτοτυπία
3 τέλειο φινίρισμα
4 τελειοποίηση
5 τελειότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---