Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fùga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfuga]

1 η φυγή
2 (di gas) η διαρροή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fucile fuggire  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tentare la fuga = προσπαθώ να διαφύγω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frutta (θηλ. ουσ πληθ.)
fruttiera (θηλ.ουσ)
fruttivendolo (ουσ αρσ )
frutto (ουσ αρσ )
fucile (ουσ αρσ )
fuga (θηλ.ουσ)
fuggire (ρ.αμτβ.)
fulmine (ουσ αρσ )
fumare (ρ.αμτβ.)
fumare (ρ. μτβ.)
fumatore (ουσ αρσ )
fumo (ουσ αρσ )
fune (θηλ.ουσ)
funerale (ουσ αρσ )
fungo (ουσ αρσ )
funivia (θηλ.ουσ)
funzionare (ρ.αμτβ.)
funzionario (ουσ αρσ )
funzione (θηλ.ουσ)
fuoco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---