ItalianoGreco


fumatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fumaˈtore]

ο καπνιστής, η καπνίστρια


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fumatore [αρσ.] passivo = ο παθητικός καπνιστής



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---