Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fùmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfumo]

1 ο καπνός
2 (il fumare) το κάπνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fumatore fune  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cortina [θηλ.] di fumo = το προπέτασμα καπνού || fumi [αρσ. πλυθ.] industriali = οι αναθυμιάσεις [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fuggire (ρ.αμτβ.)
fulmine (ουσ αρσ )
fumare (ρ.αμτβ.)
fumare (ρ. μτβ.)
fumatore (ουσ αρσ )
fumo (ουσ αρσ )
fune (θηλ.ουσ)
funerale (ουσ αρσ )
fungo (ουσ αρσ )
funivia (θηλ.ουσ)
funzionare (ρ.αμτβ.)
funzionario (ουσ αρσ )
funzione (θηλ.ουσ)
fuoco (ουσ αρσ )
fuori (επίρ.)
fuoribordo (αρσ. επίθ και ουσ)
fuorigioco (ουσ αρσ )
furbo (αρσ. επίθ και ουσ)
furgone (ουσ αρσ )
furia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---