Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fùngo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfungo]

το μανιτάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  funerale funivia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fungo [αρσ.] velenoso = το δηλητηριώδες μανιτάρι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fumare (ρ. μτβ.)
fumatore (ουσ αρσ )
fumo (ουσ αρσ )
fune (θηλ.ουσ)
funerale (ουσ αρσ )
fungo (ουσ αρσ )
funivia (θηλ.ουσ)
funzionare (ρ.αμτβ.)
funzionario (ουσ αρσ )
funzione (θηλ.ουσ)
fuoco (ουσ αρσ )
fuori (επίρ.)
fuoribordo (αρσ. επίθ και ουσ)
fuorigioco (ουσ αρσ )
furbo (αρσ. επίθ και ουσ)
furgone (ουσ αρσ )
furia (θηλ.ουσ)
furibondo (επίθ.)
furto (ουσ αρσ )
fusa (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---