Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iˈdɛa]

η ιδέα, η έννοια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iddio ideabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


accarezzare l'idea = φλερτάρω με την ιδέα || cambiare idea = αλλάζω γνώμη || neanche per idea! = ούτε γι' αστείο || nemmeno per idea = ούτε κατά διάνοιαν


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ics (ουσ αρσ και θηλ.)
ictus (ουσ αρσ )
idatide (θηλ.ουσ)
idatodo (ουσ αρσ )
iddio (ουσ αρσ )
idea (θηλ.ουσ)
ideabile (επίθ.)
ideaccia (θηλ.ουσ)
ideale (ουσ αρσ )
ideale (επίθ.)
idealismo (ουσ αρσ )
idealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
idealistico (επίθ.)
idealità (θηλ.ουσ)
idealizzare (ρ. μτβ.)
idealizzazione (θηλ.ουσ)
idealmente (επίρ.)
ideare (ρ. μτβ.)
ideatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ideazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---