Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idealìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ideaˈlistiko]

1 ιδεαλιστικός
2 δονκιχωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idealista idealità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ideaccia (θηλ.ουσ)
ideale (ουσ αρσ )
ideale (επίθ.)
idealismo (ουσ αρσ )
idealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
idealistico (επίθ.)
idealità (θηλ.ουσ)
idealizzare (ρ. μτβ.)
idealizzazione (θηλ.ουσ)
idealmente (επίρ.)
ideare (ρ. μτβ.)
ideatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ideazione (θηλ.ουσ)
ideina (θηλ.ουσ)
idem (αντων.)
idem (επίρ.)
identicità (θηλ.ουσ)
identico (επίθ.)
identificabile (επίθ.)
identificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---