Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idealità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [idealiˈta]

1 ιδεώδης κατάσταση
2 ιδανισμός
3 ιδανικά
4 χίμαιρα
5 ιδεώδη
6 ουτοπία
7 ιδεώδες
8 φανταστικό ή εξιδανικευμένο
9 ιδανικό
10 ιδανικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idealistico idealizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ideale (ουσ αρσ )
ideale (επίθ.)
idealismo (ουσ αρσ )
idealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
idealistico (επίθ.)
idealità (θηλ.ουσ)
idealizzare (ρ. μτβ.)
idealizzazione (θηλ.ουσ)
idealmente (επίρ.)
ideare (ρ. μτβ.)
ideatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ideazione (θηλ.ουσ)
ideina (θηλ.ουσ)
idem (αντων.)
idem (επίρ.)
identicità (θηλ.ουσ)
identico (επίθ.)
identificabile (επίθ.)
identificare (ρ. μτβ.)
identificarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---