Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ideàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ideˈale]

το ιδανικό

ideàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ideˈale]

ιδανικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ideaccia idealismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idatodo (ουσ αρσ )
iddio (ουσ αρσ )
idea (θηλ.ουσ)
ideabile (επίθ.)
ideaccia (θηλ.ουσ)
ideale (ουσ αρσ )
ideale (επίθ.)
idealismo (ουσ αρσ )
idealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
idealistico (επίθ.)
idealità (θηλ.ουσ)
idealizzare (ρ. μτβ.)
idealizzazione (θηλ.ουσ)
idealmente (επίρ.)
ideare (ρ. μτβ.)
ideatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ideazione (θηλ.ουσ)
ideina (θηλ.ουσ)
idem (αντων.)
idem (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---