ItalianoGreco


illegalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [illegaliˈta]

1 ανομία
2 παράβαση νόμου
3 κακονομία
4 αθεμιτούργημα
5 παρανομία
6 αδικοπραγία
7 αδίκημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---