ItalianoGreco


impedìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [impeˈdito]

1 εμποδισμένος
2 ανίκανος (επί σωματικού οργάνου λόγω ασθενείας)
3 κατειλημμένος
4 απασχολημένος
5 κωλυόμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z