ItalianoGreco


intrìnseco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtrinseko]

1 ουσία
2 εσωτερική αξία
3 απόσταγμα

intrìnseco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈtrinseko]

1 ενδόμυχος
2 απόκρυφος
3 εσωτερικός
4 εσώτερος
5 έμφυτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---