intrìso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈtrizo]
1 ζύμη
2 ζυμάρι
intrìso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈtrizo]
1 γεμάτος υγρασία
2 νοτισμένος
3 βρεγμένος
4 βουτηχτός
5 κάθυγρος
6 μουσκεμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈtrizo]
1 ζύμη
2 ζυμάρι
intrìso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈtrizo]
1 γεμάτος υγρασία
2 νοτισμένος
3 βρεγμένος
4 βουτηχτός
5 κάθυγρος
6 μουσκεμένος
permalink
intriso (ουσ αρσ )
intriso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android