Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laburìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [labuˈristiko]

αναφερόμενος σε οπαδό του εργατικού κόμματος ή στο εργατικό κόμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laburista laburno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laborioso (επίθ.)
labradorite (θηλ.ουσ)
labro (ουσ αρσ )
laburista (ουσ αρσ και θηλ.)
laburista (επίθ.)
laburistico (επίθ.)
laburno (ουσ αρσ )
lacca (θηλ.ουσ)
laccamuffa (θηλ.ουσ)
laccare (ρ. μτβ.)
laccato (επίθ.)
laccatore (ουσ αρσ )
laccatura (θηλ.ουσ)
lacchè (ουσ αρσ )
laccia (θηλ.ουσ)
laccio (ουσ αρσ )
lacciolo (ουσ αρσ )
laccolite (θηλ.ουσ)
lacedemone (ουσ αρσ και θηλ.)
lacedemone (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---