laborióso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [laboˈrjoso], [laboˈrjozo]
1 επίπονος
2 εργατικός
3 φίλεργος
4 επίπονος
5 κοπιαστικός
6 επίμοχθος
7 καταπονητικός
8 εξοντωτικός
9 άοκνος
10 πληκτικός
11 εργώδης
12 κοπιαστικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [laboˈrjoso], [laboˈrjozo]
1 επίπονος
2 εργατικός
3 φίλεργος
4 επίπονος
5 κοπιαστικός
6 επίμοχθος
7 καταπονητικός
8 εξοντωτικός
9 άοκνος
10 πληκτικός
11 εργώδης
12 κοπιαστικός
permalink
laborioso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android